Μια απαραίτητη κριτική στα ΕΑΑΚ


Η προηγούμενη ακαδημαϊκή χρονιά διακρίθηκε από μία ύφεση των συλλογικών διαδικασιών εντός φοιτητικού κινήματος. Η ψήφιση του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είχε καταφέρει σε ένα μεγάλο βαθμό να ενσωματώσει την αγανάκτηση του κόσμου σε αιτήματα που αφορούσαν την καλύτερη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης, συνέβαλε στο να αδρανοποιηθεί ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας που είχε πιστέψει σε αυτό το σχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε δεν προσπάθησε ποτέ να ενισχύσει τις κινηματικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα τα πρώτα χρόνια της κρίσης, πάνω στα οποία βασίστηκε, αλλά ούτε και να αναβαθμίσει τα αιτήματα τους σε μία ανατρεπτική κατεύθυνση.
Αυτό ωστόσο είναι η μισή αλήθεια διότι αποκρύπτει την δική μας ευθύνη για την κατάσταση αυτή, αρχικά επειδή δεν μπορέσαμε να αντιπροτάξουμε σε αυτό το ιδεολόγημα ένα ανατρεπτικό σχέδιο που να δίνει προοπτική στη νεολαία, αλλά και επειδή και η δική μας αριστερά είχε τις δικές της αυταπάτες σχετικά με την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα δεν μπορούμε να υιοθετούμε μία τοποθέτηση περί ηττοπάθειας και απογοήτευσης της νεολαίας όταν ακόμα και πέρσι ο κόσμος των σχολών σε πολλές περιπτώσεις κατέβαινε στο δρόμο στις απεργίες, έπαιξε πρωτοπόρο ρόλο στο κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, κινητοποιούταν μαχητικά γύρω από θέματα σχολής κτλ ή να αγνοούμε ότι ψήφισε μαζικά το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Αυτά δεν τα λέμε για να ευλογήσουμε τα γένια μας και να δείξουμε ότι το “κίνημα πάει καλά” διότι αυτό θα οδηγούσε σε εφησυχασμό, αλλά γιατί είναι σημαντικό να δούμε ότι υπάρχουν όντως προϋποθέσεις που μας δίνουν τη δυνατότητα να ζυμώσουμε αιτήματα με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και να πετύχουμε προχωρήματα σε κινηματικό επίπεδο. Είναι επίσης παραδοχή ότι λόγω της ολομέτωπης και σκληρότερης επίθεσης που διεξάγεται σήμερα, πρέπει και η δική μας απάντηση να είναι συνολική και πιο αναβαθμισμένη δηλαδή να συγκρούεται με την υπάρχουσα κατάσταση στο σύνολο της και να μην αρκείται σε επιμέρους ζητήματα αφού κάτι τέτοιο δεν μπορεί να κινητοποιήσει στο σήμερα τη νεολαία. Είναι η αδυναμία να δώσουμε αυτή την απάντηση που οδηγεί και σε απογοήτευση εντός του μορφώματος, δηλαδή το να μπορέσουμε να έχουμε ένα ολοκληρωμένο σύνολο αιτημάτων που να απαντάνε στις ανάγκες και ανησυχίες των φοιτητών. Η μη αναγνώριση αυτού του πολιτικού προβλήματος είναι που οδηγεί στο βιαστικό συμπέρασμα ότι “φταίει ο κόσμος που δεν κινητοποιείται” και καταλήγει και σε λανθασμένα συμπεράσματα για τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα.
Πάνω ακριβώς σε αυτή την λογική έχουν αναπτυχθεί δυο ιδεολογήματα – “μαγικά φίλτρα” σε μια προσπάθεια αποφυγής να αντιμετωπιστεί το πραγματικό πρόβλημα. Η μία αναφέρεται στην οικοδόμηση ενός πλατιού αριστερού μετώπου και η άλλη στην οργανωτική συγκρότηση και σκλήρυνση του εσωτερικού του μορφώματος. Και οι δύο προτάσεις μας βρίσκουν αντίθετους αλλά χρήζουν μίας ιδιαίτερης κριτικής η καθεμία.

Ευρύ αριστερό μέτωπο
Μια σημαντική μερίδα του αμφιθεάτρου των ΕΑΑΚ έβαλε πέρσι πολύ επιτακτικά το ζήτημα της απεύθυνσης μας στις άλλες αριστερές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στο φοιτητικό κίνημα στη βάση της οικοδόμησης ενός πλατιού αριστερού μετώπου, κομμάτι του οποίου θα είναι τα ΕΑΑΚ, το οποίο μέσα από μία ανασυνθετική διαδικασία θα μπορέσει να παρέμβει πιο μαζικά και αποτελεσματικά στον κόσμο των σχολών. Στο πλαίσιο αυτό, προτάθηκε και η εκλογική συνεργασία με την ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ, πράγμα το οποίο υλοποίησαν πολλά σχήματα κάνοντας και κοινές διαδικασίες, σχήματα, εκδηλώσεις κτλ. Η αποτίμηση αυτής της προσπάθειας ήταν αρνητική αφού δεν κατάφερε ούτε να μαζικοποίησει τα σχήματα, ούτε να δώσει ώθηση στις διαδικασίες των συλλόγων. Ενδεικτικό ήταν και το αποτέλεσμα των εκλογών αλλά και το γεγονός ότι και οι διαδικασίες που έκαναν τα σχήματα για προετοιμασία αυτής της συνεργασίας δεν συσπείρωσαν κανένα κόσμο πέρα από τους ήδη οργανωμένους στα σχήματα.
Ωστόσο είναι προβληματικό να μην αναγνωρίζεται ακόμα και τώρα το ότι δεν ήταν θετικό το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης. Δεν μπορεί να πιστεύουμε ότι η συζήτηση με τις δυνάμεις που καλλιέργησαν την λογική του ΣΥΡΙΖΑ και δεν την έχουν αποτιμήσει επαρκώς, θα μπορούσε να προσελκύσει τον κόσμο των σχολών που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις. Άρα δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι μπορούμε να παράγουμε έναν σωστό σχεδιασμό με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ξεκομμένα από τις μάζες. Το κατά πόσο είναι πετυχημένο ένα σχέδιο ή όχι, κρίνεται στις κινηματικές διαδικασίες γιατί μόνο τότε μπορεί να αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα του. Αυτός είναι και ο τρόπος που φαίνεται το κατά πόσο έχει να συμβάλλει ο κάθε χώρος στην συζήτηση εντός του μορφώματος, είτε με σκοπό την διεύρυνση του ή ακόμα και για την υπέρβαση του, γιατί ακριβώς μόνο έτσι μπορεί να φανεί αν απαντάει στις πραγματικές ανάγκες της πληττόμενης πλειοψηφίας.
Το πολιτικό πρόβλημα που έχει σήμερα το μόρφωμα να απαντήσει στα μέτωπα που ανοίγονται, μπορεί να επιλυθεί μόνο με την ανάδραση με τον κόσμο των συλλόγων που πλήττεται και από τον οποίο έχουμε απομακρυνθεί, εν μέρει εξαιτίας και τέτοιων διαδικασιών. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να δούμε ότι η αποτυχία της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή του “ούτε ρήξη, ούτε υποταγή” είναι ίσως κάπως θολή, αλλά πράγματι αντιληπτή από πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου. Αυτός ο κόσμος χάνει την εμπιστοσύνη του στην αριστερά στον βαθμό που εμείς οι ίδιοι δεν προσπαθούμε να περιγράψουμε ένα, όχι απλά πιο ριζοσπαστικό, αλλά ένα ολότελα ανατρεπτικό σχέδιο. Το να αναμασάμε χρεωκοπημένες αφηγήσεις και η επιμονή σε διαχειριστικές λογικές εντός και εκτός σχολής, θα οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο απογοητεύσεων.

Διακήρυξη
Η δεύτερη πρόταση που ανοίγεται στα αμφιθέατρα ΕΑΑΚ είναι αυτή μίας διαμόρφωσης διακήρυξης των σχημάτων, που θα περιλαμβάνει και θα συνθέτει μια συνολική τοποθέτηση του αμφιθεάτρου και θα συμβάλλει, κατά τους υποστηρικτές της, στην διαδικασία πολιτικής ενοποίησης του αμφιθεάτρου, αλλά και στην πολιτική αναβάθμιση του μορφώματος. Η “αναγκαιότητα αναβάθμισης” των ΕΑΑΚ που καλείται να φέρει μια διακήρυξη θεμελιώνεται πάνω στην ηττοπάθεια και αδράνεια του φοιτητικού σώματος και της τάξης που πλέον, 25 χρόνια μετά την ίδρυση τους τα σχήματα δεν μπορούν, ξαφνικά , να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν.
Η πρόταση αυτή χωλαίνει από πάρα πολλές απόψεις, ακόμα και από απλοϊκές αναλύσεις. Αρχικά καλείται να δώσει οργανωτικές λύσεις σε πολιτικά προβλήματα. Αυτή η πρόταση θέτει ερωτήματα στο αμφιθέατρο και στα σχήματα γύρω από οργανωτικά μοντέλα λειτουργίας του μορφώματος, σε μία περίοδο που θα έπρεπε να διαφωνούμε για τα πολιτικά σχέδια με τα οποία θα κινητοποιήσουμε τους συλλόγους μας. Είναι λοιπόν μία εσωστρεφή κουβέντα που δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Ταυτόχρονα, σε αυτή την πρόταση υποβόσκει μία πρόθεση σταδιακής παραταξιοποίησης των ΕΑΑΚ.
Παράλληλα, δεν μπορεί να μην βλέπουμε το συλλογιστικό σφάλμα αυτής της πρότασης. Από την μία αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα για ενιαία υλοποίηση, αλλά ο τρόπος που προτείνεται να γίνει αυτό, δηλαδή η διακήρυξη, προϋποθέτει την πολιτική ενιαιότητα. Επομένως, ο στόχος δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Σίγουρα όμως δεν αρκεί αυτή η κριτική. Η ενιαιότητα στην υλοποίηση, που είναι όντως υπαρκτή ανάγκη, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αυταξία. Ενιαιότητα για την ενιαιότητα, όταν δεν υπάρχει κάποια πολιτική πρόταση, και άρα είναι κουβέντα γύρω από πολιτικές θέσεις, θα γίνει αποκλειστικά με εγκεφαλικούς όρους και δεν θα αποτελεί χρήσιμη κατάκτηση για την δουλειά που θέλουμε να κάνουμε στους συλλόγους μας. Το όποιο σχέδιο υλοποιείται ενιαία πρέπει να προκύπτει από την διαπάλη των γραμμών, πάντα σε σύνδεση και ανάδραση με τις μάζες.
Πρέπει να επισημάνουμε και κάτι ακόμα. Θα έπρεπε να εθελοτυφλεί κανείς για να μην διαπιστώσει ότι μέσα από μια διήμερη διαδικασία εκατοντάδων ατόμων δεν μπορεί να επιτευχθεί μία ουσιαστική κουβέντα αφού, ακόμα και οι υποστηρικτές της αναγκαιότητας αυτής, δεν αντιμετωπίζουν με ανάλογο-δημοκρατικό-τρόπο όλες τις τοποθετήσεις της διαδικασίας με πολλές μεθόδους, τόσο εντός των σχημάτων με τον τρόπο με τον οποίο εν τέλει αποτυπώνεται η σύνθεση των θέσεων των διαδικασιών του, όσο και σε επίπεδο αμφιθεάτρου με τον χρόνο και την προσοχή που δίδεται στις διαφορετικές τοποθετήσεις. Γι΄αυτό πρέπει μία τέτοια κουβέντα να γίνεται στα σχήματα και σε επόμενο στάδιο να συνολικοποιείται στα συντονιστικά, και όχι το αντίστροφο, το οποίο αποτελεί μια εκβιαστική μορφή επιβολής θέσεων στις μειοψηφικές φωνές του αμφιθεάτρου. Η αλλαγή αυτή δεν οδηγεί σε αδιέξοδα μόνο για φυσιογνωμικούς προφανώς λόγους αλλά και για την ουτοπική πεποίθηση ότι μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος στις φωνές, που απαιτείται για την διαμόρφωση μιας διακήρυξης, εντός του αμφιθεάτρου ΕΑΑΚ χωρίς να υπάρξει αντικειμενική μείωση του περιεχομένου των τοποθετήσεων και των πρακτικών μας (όπως ακριβώς και σε πιθανή άνευ όρων συνεργασία με άλλες δυνάμεις). Η κουβέντα μόνο μέσα από τις κινηματικές διαδικασίες μπορεί να επιτευχθεί, όταν δηλαδή οι αντικειμενικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες θα είναι τέτοιες ώστε να τραβάνε κάθε μόρφωμα, οργάνωση και αγωνιστή πίσω τους.


Αναγκαιότητα για εκδημοκράτηση
Από πλευράς μας, το πρόβλημα του μορφώματος είναι πολιτικό, είναι ζήτημα περιεχομένου και απεύθυνσης. Με αυτή την έννοια, για να μπορέσουμε να βρούμε τον τρόπο για να ξεφύγουμε από την αδράνεια που μας διακατέχει αλλά και την αναποτελεσματικότητα μας να κινητοποιήσουμε τους συλλόγους μας, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ποιους θέλουμε να εκφράσουμε και σε ποια κατεύθυνση. Και αυτή η διαδικασία είναι κατά βάση εξώστρεφη, δεν είναι σε καμία περίπτωση οργανωτικό ζήτημα ή εσωτερικής κατανάλωσης.
Όσον αφορά όμως το εσωτερικό του μορφώματος πρέπει να θιχτεί ένα ακόμα ζήτημα, που αφορά μάλλον και σε μία κακή αποτίμηση που κάνουμε για την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά σχετικά με την εσωτερική λειτουργία μας. Γύρω από το ζήτημα της εκλογικής συνεργασίας με την ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ και συγκεκριμένα το πώς συζήτησαν τα σχήματα στο εσωτερικό τους αλλά και κεντρικά, παρουσιάστηκαν πολλές προβληματικές.
Στις διαδικασίες των σχημάτων που προηγούνταν των συντονιστικών, η συζήτηση σε πολλές περιπτώσεις δεν γινόταν με ειλικρινείς συντροφικούς όρους. Η απεύθυνση που υποτίθεται ότι αναφερόταν σε κινηματικούς κόμβους και δράσεις οι οποίες θα αποτιμούνταν στο εαρινό διήμερο, με σκοπό να διαπιστωθεί αν είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία εκλογική συνεργασία με τα άλλα αριστερά σχήματα, είναι μία διαδικασία που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρόλο που τελικά σχεδόν σε όλες τις σχολές που ήταν δυνατό, αυτή η συνεργασία έγινε(!!!). Ενδεικτικό είναι ότι η κουβέντα ανοίχτηκε μέσα στα σχήματα μόλις λίγες μέρες πριν το χειμερινό διήμερο δίνοντας πολύ λίγο χρόνο στους συντρόφους και τις συντρόφισσες να επεξεργαστούν ένα ζήτημα σαν αυτό της μετωπικής πολιτικής των σχημάτων, που απαιτεί επεξεργασία και χρόνο έτσι ώστε να μπορεί να διαμορφώσει κάποιος άποψη και να συμβάλει έτσι αποτελεσματικά στην κουβέντα. Κάτω από αυτήν την χρονική πίεση είναι που σύντροφοι και συντρόφισσες φιμώθηκαν αφού ακόμα και μία στοιχειώδης διαφωνία με την εκλογική συνεργασία δεν λαμβανόταν υπόψη μιας και δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί πλήρως.
Αυτή είναι μία κατάσταση η οποία καταλαβαίνουμε ότι δεν αφορά όλους τους συντρόφους με τον ίδιο τρόπο αλλά παραγκωνίζει κυρίως τους νεότερους και ανένταχτους. Σε κεντρικό επίπεδο, όλος αυτός ο κόσμος των σχημάτων που διαφωνούσε, δεν κατάφερε να βρει χώρο να εκφραστεί. Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σε όλους και όλες, που θεωρούν ότι δεν καλύπτονται από την σύνθεση τους σχήματος τους, να τοποθετούνται στα συντονιστικά. Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να προκύπτει μέσα από ακραίες πιέσεις και συγκρούσεις που εκθέτουν το μόρφωμα, αλλά να θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούν και οι αποφάσεις που παίρνουμε μέσω των κειμένων μας να αντικατοπτρίζουν την πραγματική σύνθεση.
Πάνω στο ζήτημα του πως συγγράφονται τα κείμενα, είναι πολύ σημαντικό αυτή η διαδικασία να είναι αποκλειστική δουλειά των αιρετών και ανακλητών εκπροσώπων των σχημάτων. Δεν είναι δυνατό, αυτό να το αναλαμβάνουν οι εκπρόσωποι των οργανώσεων, χωρίς καμία ανάδραση με την διαδικασία του συντονιστικού. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τετρασέλιδα καταλήγουν να είναι απλά η σύνθεση των οργανώσεων και όχι κτήμα και αποτέλεσμα της συζήτησης των σχημάτων. Η δημοκρατία σε αυτό το επίπεδο είναι κάτι που πρέπει να το διεκδικούμε στο τώρα(!) και να μην υπεκφεύγουμε μεταθέτοντας την στο μέλλον, λέγοντας ότι αυτή θα κατακτηθεί μέσα από ένα άλλο οργανωτικό μοντέλο που δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα. Η υπεκφυγή πάνω σε αυτό το ζήτημα αποτελεί πολιτική απόφαση. Θέλουμε δημοκρατικές διαδικασίες τόσο στη συγγραφή του τετρασέλιδου όσο και στην διαδικασία του συντονιστικού συνολικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.